- περίχυση
- η / περίχυσις -ύσεως, ΝΜΑ [περιχέω]το να περιχύνει κανείς κάτι, το να περιβρέχει να διαβρέχει, κάτιαρχ.1. έκπλυση, ξέπλυμα2. καταιονισμός με κρύο νερό, ψυχρολουσία3. διασκόρπιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζεμάτισμα — το [ζεματίζω] 1. η περίχυση με βραστό υγρό ή η εμβάπτιση σε αυτό («το ζεμάτισμα τών μακαρονιών») 2. το έγκαυμα που προκαλείται όταν χυθεί βραστό υγρό στο δέρμα 3. το συναίσθημα που προκαλείται από κάψιμο («ζεμάτισμα που κάνει ο ήλιος σήμερα») 4.… … Dictionary of Greek
περιχυτήριον — τὸ, ΜΑ αγγείο για περίχυση νερού στα λουτρά, καταβρεχτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιχέω + επίθημα τήριον (πρβλ. βουλευ τήριον)] … Dictionary of Greek